Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρθενεύω
παρθενήιος
παρθένια
παρθενία
παρθενιανός
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
Παρθένιον
παρθένιος
Παρθένιος
παρθενοκόμος
παρθενοκτονία
παρθενοκτόνος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
View word page
παρθένιος
of a maiden
ShortDef
of a maiden
Parthenius, name of a river
Debugging
Headword:
παρθένιος
Headword (normalized):
παρθένιος
Headword (normalized/stripped):
παρθενιος
IDX:
66933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66934
Key:
Data
{'content': 'of a maiden'}