Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρθένειος
παρθένευμα
παρθενεύω
παρθενήιος
παρθένια
παρθενία
παρθενιανός
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
Παρθένιον
παρθένιος
Παρθένιος
παρθενοκόμος
παρθενοκτονία
παρθενοκτόνος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
View word page
παρθένιον
feverfew, Pyrethrum Parthenium

ShortDef

feverfew, Pyrethrum Parthenium
Parthenium, a mountain

Debugging

Headword:
παρθένιον
Headword (normalized):
παρθένιον
Headword (normalized/stripped):
παρθενιον
IDX:
66931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66932
Key:

Data

{'content': 'feverfew, Pyrethrum Parthenium'}