Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθενεύω
παρθενήιος
παρθένια
παρθενία
παρθενιανός
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
Παρθένιον
παρθένιος
Παρθένιος
παρθενοκόμος
παρθενοκτονία
παρθενοκτόνος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
View word page
παρθενικός
of a παρθένος, an unmarried girl

ShortDef

of a παρθένος, an unmarried girl

Debugging

Headword:
παρθενικός
Headword (normalized):
παρθενικός
Headword (normalized/stripped):
παρθενικος
IDX:
66930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66931
Key:

Data

{'content': 'of a παρθένος, an unmarried girl'}