Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρηόριος
παρήορος
παρησυχάζω
παρηχέομαι
παρήχημα
παρηχητικός
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθενεύω
παρθενήιος
παρθένια
παρθενία
παρθενιανός
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
Παρθένιον
παρθένιος
View word page
παρθενεύω
to bring up as a maid

ShortDef

to bring up as a maid

Debugging

Headword:
παρθενεύω
Headword (normalized):
παρθενεύω
Headword (normalized/stripped):
παρθενευω
IDX:
66923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66924
Key:

Data

{'content': 'to bring up as a maid'}