Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρηορία
παρηορίη
παρηόριος
παρήορος
παρησυχάζω
παρηχέομαι
παρήχημα
παρηχητικός
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθενεύω
παρθενήιος
παρθένια
παρθενία
παρθενιανός
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
View word page
παρθένειος
of or belonging to a virgin
ShortDef
of or belonging to a virgin
Debugging
Headword:
παρθένειος
Headword (normalized):
παρθένειος
Headword (normalized/stripped):
παρθενειος
IDX:
66921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66922
Key:
Data
{'content': 'of or belonging to a virgin'}