Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναυξάνω
ἀναυξής
ἀναυξησία
ἀναύξητος
ἀναυξία
Ἄναυρος
ἄναυρος
ἄναυρος2
ἄναυς
ἀναϋτέω
ἀναυτούργητος
ἀναύχην
ἀναύω
ἀναφαίνω
ἀναφαίρετος
ἀναφάλακρος
ἀναφαλαντίας
ἀναφαλαντίασις
ἀναφάλαντος
ἀναφαλάντωμα
ἀναφανδά
View word page
ἀναυτούργητος
not to be cultivated

ShortDef

not to be cultivated

Debugging

Headword:
ἀναυτούργητος
Headword (normalized):
ἀναυτούργητος
Headword (normalized/stripped):
αναυτουργητος
IDX:
6691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6692
Key:

Data

{'content': 'not to be cultivated'}