Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηορίη
παρηόριος
παρήορος
παρησυχάζω
παρηχέομαι
παρήχημα
παρηχητικός
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθενεύω
παρθενήιος
παρθένια
View word page
παρησυχάζω
pass over in silence

ShortDef

pass over in silence

Debugging

Headword:
παρησυχάζω
Headword (normalized):
παρησυχάζω
Headword (normalized/stripped):
παρησυχαζω
IDX:
66915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66916
Key:

Data

{'content': 'pass over in silence'}