Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηορίη
παρηόριος
παρήορος
παρησυχάζω
παρηχέομαι
παρήχημα
παρηχητικός
παρθενεία
παρθένεια
View word page
παρηονῖτις
on the shore
ShortDef
on the shore
Debugging
Headword:
παρηονῖτις
Headword (normalized):
παρηονῖτις
Headword (normalized/stripped):
παρηονιτις
IDX:
66910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66911
Key:
Data
{'content': 'on the shore'}