Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηορίη
παρηόριος
παρήορος
παρησυχάζω
παρηχέομαι
παρήχημα
παρηχητικός
παρθενεία
View word page
πάρηξις
a coming to shore: a landing place

ShortDef

a coming to shore: a landing place

Debugging

Headword:
πάρηξις
Headword (normalized):
πάρηξις
Headword (normalized/stripped):
παρηξις
IDX:
66909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66910
Key:

Data

{'content': 'a coming to shore: a landing place'}