Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναυμαχίου
ἀναυξάνω
ἀναυξής
ἀναυξησία
ἀναύξητος
ἀναυξία
Ἄναυρος
ἄναυρος
ἄναυρος2
ἄναυς
ἀναϋτέω
ἀναυτούργητος
ἀναύχην
ἀναύω
ἀναφαίνω
ἀναφαίρετος
ἀναφάλακρος
ἀναφαλαντίας
ἀναφαλαντίασις
ἀναφάλαντος
ἀναφαλάντωμα
View word page
ἀναϋτέω
shout aloud
ShortDef
shout aloud
Debugging
Headword:
ἀναϋτέω
Headword (normalized):
ἀναϋτέω
Headword (normalized/stripped):
αναυτεω
IDX:
6690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6691
Key:
Data
{'content': 'shout aloud'}