Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηορίη
παρηόριος
παρήορος
παρησυχάζω
παρηχέομαι
View word page
παρημελημένως
negligently

ShortDef

negligently

Debugging

Headword:
παρημελημένως
Headword (normalized):
παρημελημένως
Headword (normalized/stripped):
παρημελημενως
IDX:
66906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66907
Key:

Data

{'content': 'negligently'}