Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηορίη
παρηόριος
παρήορος
παρησυχάζω
View word page
πάρημαι
to be seated beside

ShortDef

to be seated beside

Debugging

Headword:
πάρημαι
Headword (normalized):
πάρημαι
Headword (normalized/stripped):
παρημαι
IDX:
66905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66906
Key:

Data

{'content': 'to be seated beside'}