Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηορίη
παρηόριος
παρήορος
View word page
παρηλλαγμένως
differently, strangely

ShortDef

differently, strangely

Debugging

Headword:
παρηλλαγμένως
Headword (normalized):
παρηλλαγμένως
Headword (normalized/stripped):
παρηλλαγμενως
IDX:
66904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66905
Key:

Data

{'content': 'differently, strangely'}