Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηορίη
View word page
παρῆλιξ
past one's prime
ShortDef
past one's prime
Debugging
Headword:
παρῆλιξ
Headword (normalized):
παρῆλιξ
Headword (normalized/stripped):
παρηλιξ
IDX:
66902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66903
Key:
Data
{'content': "past one's prime"}