Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
View word page
παρήκω
to have come alongside

ShortDef

to have come alongside

Debugging

Headword:
παρήκω
Headword (normalized):
παρήκω
Headword (normalized/stripped):
παρηκω
IDX:
66901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66902
Key:

Data

{'content': 'to have come alongside'}