Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρηγορητέον
παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
View word page
παρηκουσμένως
negligently

ShortDef

negligently

Debugging

Headword:
παρηκουσμένως
Headword (normalized):
παρηκουσμένως
Headword (normalized/stripped):
παρηκουσμενως
IDX:
66900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66901
Key:

Data

{'content': 'negligently'}