Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
παρήμερος
πάρηξις
View word page
παρηΐς
cheek
ShortDef
cheek
Debugging
Headword:
παρηΐς
Headword (normalized):
παρηΐς
Headword (normalized/stripped):
παρηις
IDX:
66899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66900
Key:
Data
{'content': 'cheek'}