Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρηγμένως
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
View word page
παρήϊον
cheek

ShortDef

cheek

Debugging

Headword:
παρήϊον
Headword (normalized):
παρήϊον
Headword (normalized/stripped):
παρηιον
IDX:
66897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66898
Key:

Data

{'content': 'cheek'}