Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
View word page
παρηθέω
filter through
ShortDef
filter through
Debugging
Headword:
παρηθέω
Headword (normalized):
παρηθέω
Headword (normalized/stripped):
παρηθεω
IDX:
66895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66896
Key:
Data
{'content': 'filter through'}