Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
View word page
παρηδύνω
sweeten
ShortDef
sweeten
Debugging
Headword:
παρηδύνω
Headword (normalized):
παρηδύνω
Headword (normalized/stripped):
παρηδυνω
IDX:
66894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66895
Key:
Data
{'content': 'sweeten'}