Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκω
παρῆλιξ
View word page
παρηγορικός
encouraging, consoling

ShortDef

encouraging, consoling

Debugging

Headword:
παρηγορικός
Headword (normalized):
παρηγορικός
Headword (normalized/stripped):
παρηγορικος
IDX:
66892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66893
Key:

Data

{'content': 'encouraging, consoling'}