Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεφηβεία
παρεφθαρμένως
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
παρηκουσμένως
View word page
παρηγορητέον
one must assuage, remedy

ShortDef

one must assuage, remedy

Debugging

Headword:
παρηγορητέον
Headword (normalized):
παρηγορητέον
Headword (normalized/stripped):
παρηγορητεον
IDX:
66890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66891
Key:

Data

{'content': 'one must assuage, remedy'}