Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεφεδρεύω
παρεφηβεία
παρεφθαρμένως
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
παρηΐς
View word page
παρηγόρημα
exhortation, consolation

ShortDef

exhortation, consolation

Debugging

Headword:
παρηγόρημα
Headword (normalized):
παρηγόρημα
Headword (normalized/stripped):
παρηγορημα
IDX:
66889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66890
Key:

Data

{'content': 'exhortation, consolation'}