Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεφάπτομαι
παρεφεδρεύω
παρεφηβεία
παρεφθαρμένως
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
παρήιον
View word page
παρηγορέω
to address, exhort

ShortDef

to address, exhort

Debugging

Headword:
παρηγορέω
Headword (normalized):
παρηγορέω
Headword (normalized/stripped):
παρηγορεω
IDX:
66888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66889
Key:

Data

{'content': 'to address, exhort'}