Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρευωχέομαι
παρεφάπτομαι
παρεφεδρεύω
παρεφηβεία
παρεφθαρμένως
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρήϊον
View word page
παρηγμένως
redundantly

ShortDef

redundantly

Debugging

Headword:
παρηγμένως
Headword (normalized):
παρηγμένως
Headword (normalized/stripped):
παρηγμενως
IDX:
66887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66888
Key:

Data

{'content': 'redundantly'}