Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρευρημένως
παρευρίσκω
παρευτακτέω
παρευτρεπίζω
παρευωχέομαι
παρεφάπτομαι
παρεφεδρεύω
παρεφηβεία
παρεφθαρμένως
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
View word page
παρηβάω
to be past one's prime, to be growing old

ShortDef

to be past one's prime, to be growing old

Debugging

Headword:
παρηβάω
Headword (normalized):
παρηβάω
Headword (normalized/stripped):
παρηβαω
IDX:
66883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66884
Key:

Data

{'content': "to be past one's prime, to be growing old"}