Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεύρεσις
παρευρημένως
παρευρίσκω
παρευτακτέω
παρευτρεπίζω
παρευωχέομαι
παρεφάπτομαι
παρεφεδρεύω
παρεφηβεία
παρεφθαρμένως
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορία
παρηγορικός
View word page
παρέχω
to furnish, provide, supply
ShortDef
to furnish, provide, supply
Debugging
Headword:
παρέχω
Headword (normalized):
παρέχω
Headword (normalized/stripped):
παρεχω
IDX:
66882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66883
Key:
Data
{'content': 'to furnish, provide, supply'}