Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάρευνος
παρεύρεσις
παρευρημένως
παρευρίσκω
παρευτακτέω
παρευτρεπίζω
παρευωχέομαι
παρεφάπτομαι
παρεφεδρεύω
παρεφηβεία
παρεφθαρμένως
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορία
View word page
παρεφθαρμένως
corruptly

ShortDef

corruptly

Debugging

Headword:
παρεφθαρμένως
Headword (normalized):
παρεφθαρμένως
Headword (normalized/stripped):
παρεφθαρμενως
IDX:
66881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66882
Key:

Data

{'content': 'corruptly'}