Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρευνέτις
πάρευνος
παρεύρεσις
παρευρημένως
παρευρίσκω
παρευτακτέω
παρευτρεπίζω
παρευωχέομαι
παρεφάπτομαι
παρεφεδρεύω
παρεφηβεία
παρεφθαρμένως
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
View word page
παρεφηβεία
status of α Παρέφηβος

ShortDef

status of α Παρέφηβος

Debugging

Headword:
παρεφηβεία
Headword (normalized):
παρεφηβεία
Headword (normalized/stripped):
παρεφηβεια
IDX:
66880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66881
Key:

Data

{'content': 'status of α Παρέφηβος'}