Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρευναστήρ
παρευνετάω
παρευνέτις
πάρευνος
παρεύρεσις
παρευρημένως
παρευρίσκω
παρευτακτέω
παρευτρεπίζω
παρευωχέομαι
παρεφάπτομαι
παρεφεδρεύω
παρεφηβεία
παρεφθαρμένως
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγορέω
View word page
παρεφάπτομαι
touch on the side

ShortDef

touch on the side

Debugging

Headword:
παρεφάπτομαι
Headword (normalized):
παρεφάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
παρεφαπτομαι
IDX:
66878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66879
Key:

Data

{'content': 'touch on the side'}