Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρευμαρέω
παρευνάζομαι
παρευναστήρ
παρευνετάω
παρευνέτις
πάρευνος
παρεύρεσις
παρευρημένως
παρευρίσκω
παρευτακτέω
παρευτρεπίζω
παρευωχέομαι
παρεφάπτομαι
παρεφεδρεύω
παρεφηβεία
παρεφθαρμένως
παρέχω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
View word page
παρευτρεπίζω
to put in order, arrange, make ready
ShortDef
to put in order, arrange, make ready
Debugging
Headword:
παρευτρεπίζω
Headword (normalized):
παρευτρεπίζω
Headword (normalized/stripped):
παρευτρεπιζω
IDX:
66876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66877
Key:
Data
{'content': 'to put in order, arrange, make ready'}