Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄναυδος
ἀναυλεί
ἄναυλος
ἄναυλος2
ἀναυλόχητος
ἀναυμάχητος
ἀναυμαχίου
ἀναυξάνω
ἀναυξής
ἀναυξησία
ἀναύξητος
ἀναυξία
Ἄναυρος
ἄναυρος
ἄναυρος2
ἄναυς
ἀναϋτέω
ἀναυτούργητος
ἀναύχην
ἀναύω
ἀναφαίνω
View word page
ἀναύξητος
without augment

ShortDef

without augment

Debugging

Headword:
ἀναύξητος
Headword (normalized):
ἀναύξητος
Headword (normalized/stripped):
αναυξητος
IDX:
6684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6685
Key:

Data

{'content': 'without augment'}