Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεπιτηδεύομαι
παρεπιτομή
παρεπιφαίνομαι
παρεπιφέρω
παρεπιχέω
παρεπιψαύω
παρέπομαι
παρεργάτης
παρεργολαβέω
πάρεργον
πάρεργος
παρερεθίζω
παρερέττω
παρερμηνεύω
παρέρπω
παρερύω
παρέρχομαι
παρεσθίω
πάρεσις
παρέστιος
παρέσχατος
View word page
πάρεργος
beside the main subject, subordinate, incidental
ShortDef
beside the main subject, subordinate, incidental
Debugging
Headword:
πάρεργος
Headword (normalized):
πάρεργος
Headword (normalized/stripped):
παρεργος
IDX:
66841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66842
Key:
Data
{'content': 'beside the main subject, subordinate, incidental'}