Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεπιστρέφω
παρεπιστροφή
παρεπιτείνομαι
παρεπιτηδεύομαι
παρεπιτομή
παρεπιφαίνομαι
παρεπιφέρω
παρεπιχέω
παρεπιψαύω
παρέπομαι
παρεργάτης
παρεργολαβέω
πάρεργον
πάρεργος
παρερεθίζω
παρερέττω
παρερμηνεύω
παρέρπω
παρερύω
παρέρχομαι
παρεσθίω
View word page
παρεργάτης
a pottering workman

ShortDef

a pottering workman

Debugging

Headword:
παρεργάτης
Headword (normalized):
παρεργάτης
Headword (normalized/stripped):
παρεργατης
IDX:
66838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66839
Key:

Data

{'content': 'a pottering workman'}