Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεπιδημέω
παρεπιδημία
παρεπίδημος
παρεπίδικος
παρεπικουρέω
παρεπικρίνω
παρεπιμένω
παρεπιμολύνω
παρεπινοέω
παρεπιπάσσω
παρεπιπλέκομαι
παρεπισκοπέω
παρεπισπάομαι
παρεπιστέλλω
παρεπιστρέφω
παρεπιστροφή
παρεπιτείνομαι
παρεπιτηδεύομαι
παρεπιτομή
παρεπιφαίνομαι
παρεπιφέρω
View word page
παρεπιπλέκομαι
to be in conjunction

ShortDef

to be in conjunction

Debugging

Headword:
παρεπιπλέκομαι
Headword (normalized):
παρεπιπλέκομαι
Headword (normalized/stripped):
παρεπιπλεκομαι
IDX:
66824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66825
Key:

Data

{'content': 'to be in conjunction'}