Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρέπαινος
παρεπαίρομαι
παρεπαισθάνομαι
παρεπαίσθημα
παρεπέχω
παρεπιβοηθέω
παρεπιγραφή
παρεπιγράφω
παρεπιδαμίων
παρεπιδείκνυμι
παρεπιδημέω
παρεπιδημία
παρεπίδημος
παρεπίδικος
παρεπικουρέω
παρεπικρίνω
παρεπιμένω
παρεπιμολύνω
παρεπινοέω
παρεπιπάσσω
παρεπιπλέκομαι
View word page
παρεπιδημέω
be abroad
ShortDef
be abroad
Debugging
Headword:
παρεπιδημέω
Headword (normalized):
παρεπιδημέω
Headword (normalized/stripped):
παρεπιδημεω
IDX:
66814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66815
Key:
Data
{'content': 'be abroad'}