Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγορανόμιος
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορασἀγένειος
ἀγορασείω
ἀγορασία
ἀγόρασμα
ἀγορασμός
ἀγοραστής
ἀγοραστικός
ἀγοραστός
Ἀγόρατος
ἀγόρευσις
ἀγορευτήριον
ἀγορευτής
ἀγορεύω
ἀγορή
ἀγορηγός
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορήτης
View word page
ἀγοραστός
bought, paid for

ShortDef

bought, paid for

Debugging

Headword:
ἀγοραστός
Headword (normalized):
ἀγοραστός
Headword (normalized/stripped):
αγοραστος
IDX:
667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-668
Key:

Data

{'content': 'bought, paid for'}