Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεξαμείβω
παρεξαρκέω
παρεξαυλέω
παρέξειμι
παρεξειρεσία
παρεξελαύνω
παρεξέλεγχος
παρεξελέγχω
παρεξερέομαι
παρεξέρχομαι
παρεξετάζω
παρεξεύρημα
παρεξευρίσκω
παρεξηγέομαι
παρεξίημι
πάρεξις
παρεξισόω
παρεξίστημι
παρέξοδος
παρεξουδενέω
παρέξω
View word page
παρεξετάζω
to examine by comparing

ShortDef

to examine by comparing

Debugging

Headword:
παρεξετάζω
Headword (normalized):
παρεξετάζω
Headword (normalized/stripped):
παρεξεταζω
IDX:
66790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66791
Key:

Data

{'content': 'to examine by comparing'}