Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεξαίρω
παρεξαλλάττω
παρεξαμείβω
παρεξαρκέω
παρεξαυλέω
παρέξειμι
παρεξειρεσία
παρεξελαύνω
παρεξέλεγχος
παρεξελέγχω
παρεξερέομαι
παρεξέρχομαι
παρεξετάζω
παρεξεύρημα
παρεξευρίσκω
παρεξηγέομαι
παρεξίημι
πάρεξις
παρεξισόω
παρεξίστημι
παρέξοδος
View word page
παρεξερέομαι
speak of one’s own accord (Hunter); in passing (Campbell)
ShortDef
speak of one’s own accord (Hunter); in passing (Campbell)
Debugging
Headword:
παρεξερέομαι
Headword (normalized):
παρεξερέομαι
Headword (normalized/stripped):
παρεξερεομαι
IDX:
66788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66789
Key:
Data
{'content': 'speak of one’s own accord (Hunter); in passing (Campbell)'}