Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεντίθημι
παρεντρώγω
παρεντυγχάνω
παρεντυχία
παρενυφαίνω
παρέξ
παρεξάγω
παρεξαγωγή
παρεξαιρέω
παρεξαίρω
παρεξαλλάττω
παρεξαμείβω
παρεξαρκέω
παρεξαυλέω
παρέξειμι
παρεξειρεσία
παρεξελαύνω
παρεξέλεγχος
παρεξελέγχω
παρεξερέομαι
παρεξέρχομαι
View word page
παρεξαλλάττω
change
ShortDef
change
Debugging
Headword:
παρεξαλλάττω
Headword (normalized):
παρεξαλλάττω
Headword (normalized/stripped):
παρεξαλλαττω
IDX:
66779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66780
Key:
Data
{'content': 'change'}