Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρένσταξις
παρενσφηνόομαι
παρένταξις
παρεντάττω
παρεντείνω
παρέντευξις
παρεντίθημι
παρεντρώγω
παρεντυγχάνω
παρεντυχία
παρενυφαίνω
παρέξ
παρεξάγω
παρεξαγωγή
παρεξαιρέω
παρεξαίρω
παρεξαλλάττω
παρεξαμείβω
παρεξαρκέω
παρεξαυλέω
παρέξειμι
View word page
παρενυφαίνω
interweave
ShortDef
interweave
Debugging
Headword:
παρενυφαίνω
Headword (normalized):
παρενυφαίνω
Headword (normalized/stripped):
παρενυφαινω
IDX:
66773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66774
Key:
Data
{'content': 'interweave'}