Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρενιαυτοφόρος
παρεννέπω
παρενοχλέω
παρενόχλημα
παρενόχλησις
παρενσαλεύω
παρενσπείρομαι
παρενστάζω
παρένσταξις
παρενσφηνόομαι
παρένταξις
παρεντάττω
παρεντείνω
παρέντευξις
παρεντίθημι
παρεντρώγω
παρεντυγχάνω
παρεντυχία
παρενυφαίνω
παρέξ
παρεξάγω
View word page
παρένταξις
insertion
ShortDef
insertion
Debugging
Headword:
παρένταξις
Headword (normalized):
παρένταξις
Headword (normalized/stripped):
παρενταξις
IDX:
66765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66766
Key:
Data
{'content': 'insertion'}