Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρένθυρσος
παρενιαυτοφόρος
παρεννέπω
παρενοχλέω
παρενόχλημα
παρενόχλησις
παρενσαλεύω
παρενσπείρομαι
παρενστάζω
παρένσταξις
παρενσφηνόομαι
παρένταξις
παρεντάττω
παρεντείνω
παρέντευξις
παρεντίθημι
παρεντρώγω
παρεντυγχάνω
παρεντυχία
παρενυφαίνω
παρέξ
View word page
παρενσφηνόομαι
to be wedged in beside, 'impacted'
ShortDef
to be wedged in beside, 'impacted'
Debugging
Headword:
παρενσφηνόομαι
Headword (normalized):
παρενσφηνόομαι
Headword (normalized/stripped):
παρενσφηνοομαι
IDX:
66764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66765
Key:
Data
{'content': "to be wedged in beside, 'impacted'"}