Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρενθύμησις
παρένθυρσος
παρενιαυτοφόρος
παρεννέπω
παρενοχλέω
παρενόχλημα
παρενόχλησις
παρενσαλεύω
παρενσπείρομαι
παρενστάζω
παρένσταξις
παρενσφηνόομαι
παρένταξις
παρεντάττω
παρεντείνω
παρέντευξις
παρεντίθημι
παρεντρώγω
παρεντυγχάνω
παρεντυχία
παρενυφαίνω
View word page
παρένσταξις
dropping in

ShortDef

dropping in

Debugging

Headword:
παρένσταξις
Headword (normalized):
παρένσταξις
Headword (normalized/stripped):
παρενσταξις
IDX:
66763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66764
Key:

Data

{'content': 'dropping in'}