Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρέμπτωσις
παρεμφαίνω
παρεμφάρακτος
παρέμφασις
παρεμφατικός
παρεμφερής
παρεμφέρω
παρεμφράσσω
παρεμφύομαι
παρέμφυσις
παρεναλλαγή
παρεναλλάσσομαι
παρενδείκνυμαι
παρενδημέω
View word page
παρέμφασις
signification

ShortDef

signification

Debugging

Headword:
παρέμφασις
Headword (normalized):
παρέμφασις
Headword (normalized/stripped):
παρεμφασις
IDX:
66732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66733
Key:

Data

{'content': 'signification'}