Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρέμπτωσις
παρεμφαίνω
παρεμφάρακτος
παρέμφασις
παρεμφατικός
παρεμφερής
παρεμφέρω
παρεμφράσσω
παρεμφύομαι
παρέμφυσις
παρεναλλαγή
παρεναλλάσσομαι
παρενδείκνυμαι
View word page
παρεμφάρακτος
cerritus
ShortDef
cerritus
Debugging
Headword:
παρεμφάρακτος
Headword (normalized):
παρεμφάρακτος
Headword (normalized/stripped):
παρεμφαρακτος
IDX:
66731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66732
Key:
Data
{'content': 'cerritus'}