Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρέμπτωσις
παρεμφαίνω
παρεμφάρακτος
παρέμφασις
παρεμφατικός
παρεμφερής
παρεμφέρω
παρεμφράσσω
παρεμφύομαι
παρέμφυσις
παρεναλλαγή
View word page
παρέμπτωσις
influx, entrance

ShortDef

influx, entrance

Debugging

Headword:
παρέμπτωσις
Headword (normalized):
παρέμπτωσις
Headword (normalized/stripped):
παρεμπτωσις
IDX:
66729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66730
Key:

Data

{'content': 'influx, entrance'}