Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρέμπτωσις
παρεμφαίνω
παρεμφάρακτος
παρέμφασις
παρεμφατικός
παρεμφερής
παρεμφέρω
παρεμφράσσω
παρεμφύομαι
παρέμφυσις
View word page
παρεμπορεύομαι
to traffic in besides

ShortDef

to traffic in besides

Debugging

Headword:
παρεμπορεύομαι
Headword (normalized):
παρεμπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παρεμπορευομαι
IDX:
66728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66729
Key:

Data

{'content': 'to traffic in besides'}