Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρέμπτωσις
παρεμφαίνω
παρεμφάρακτος
παρέμφασις
παρεμφατικός
παρεμφερής
παρεμφέρω
παρεμφράσσω
View word page
παρεμπολάω
to traffic underhand in

ShortDef

to traffic underhand in

Debugging

Headword:
παρεμπολάω
Headword (normalized):
παρεμπολάω
Headword (normalized/stripped):
παρεμπολαω
IDX:
66726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66727
Key:

Data

{'content': 'to traffic underhand in'}