Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρέμπτωσις
παρεμφαίνω
παρεμφάρακτος
παρέμφασις
παρεμφατικός
παρεμφερής
παρεμφέρω
View word page
παρεμποιέω
create in

ShortDef

create in

Debugging

Headword:
παρεμποιέω
Headword (normalized):
παρεμποιέω
Headword (normalized/stripped):
παρεμποιεω
IDX:
66725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66726
Key:

Data

{'content': 'create in'}